- συσκευαστής
- ο ΝΜΑ και θηλ. συσκευάστρια Ν [συσκευάζω]νεοελλ.ο ειδικός στη συσκευασία πραγμάτωνμσν.δολοπλόκος, μηχανορράφοςμσν.-αρχ.αυτός που ετοιμάζει κάτι μαζί με άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συσκευαστής — factionarius masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσκευασταί — συσκευαστής factionarius masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσκευαστήν — συσκευαστής factionarius masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μπαλαδόρος — ο 1. πολύ καλός ποδοσφαιριστής 2. συσκευαστής δεμάτων χόρτου βαμβακιού, αχύρου κ.λπ. 3. χωματουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπάλα + κατάλ. δόρος (πρβλ. πλακα δόρος)] … Dictionary of Greek
σκευαστής — ὁ, ΜΑ [σκευάζω] 1. συσκευαστής 2. παρασκευαστής («σκευασταὶ φαρμάκων», Τζέτζ.) … Dictionary of Greek